- προσέρχομαι
- ΝΜΑ1. έρχομαι προς κάποιον ή προς κάτι, πλησιάζω ένα πρόσωπο ή σε έναν χώρο (α. «στην εξέδρα άρχισαν να προσέρχονται οι επίσημοι» β. «ὧνπερ ἕνεκεν καὶ Σωκράτει προσῆλθον», Ξεν.)2. έρχομαι κάπου λόγω υποχρέωσης, παρουσιάζομαι κάπου για εκπλήρωση ενός χρέους (α. «να προσέλθει ο επόμενος μάρτυρας» β. «μετὰ φόβου θεοῡ, πίστεως και ἀγάπης προσέλθετε», Ιωάνν. Χρυσ.)νεοελλ.πηγαίνω, εμφανίζομαι κάπου προκειμένου να συμμετάσχω σε μια ενέργεια ή εκδήλωση («ο αντιπρόεδρος τού συμβουλίου δεν προσήλθε στη συνεδρίαση» β. «στις εξετάσεις προσήλθαν όλοι σχεδόν οι υποψήφιοι»)μσν.τελούμαι, συντελούμαι, γίνομαι («διαθήκην γενέσθαι ἢ γάμον προσελθεῑν», Αθήν.)μσν.-αρχ.1. ασχολούμαι εντατικά με κάτι (α. «πυκνότερον προσερχόμενοι πειρώμεθα προκόπτειν ἐν ταῑς ἐντολαῑς τοῡ Κυρίου», Κλήμ. Ρώμ.β. «μηδὲ πρὸς ἓν πρᾱγμ' ἴδιον προσεληλυθέναι», Δημοσθ.)2. μεταστρέφομαι, ασπάζομαι νέα θρησκεία («πολλοὶ ὡσπερεὶ ἄκοντες προσεληλύθασι χριστιανισμῷ», Γρηγ. Ναζ.)3. έρχομαι για να βαπτιστώ («προσῆλθέ ποτε καὶ Σίμων τῷ λουτρῷ... γέγραπται δὲ πρὸς νουθεσίαν τῶν μέχρι σήμερον προσερχομένων», Κύριλλ.)αρχ.1. επιτίθεμαι («οἱ ἱππεῑς αὐτῶν παρεσκευασμένοι πρὸς τοὺς ἱππέας προσέρχονται», Ξεν.)2. παραδίνομαι, συνθηκολογώ («ὑμῑν δὲ πιστεύσαντες προσήλθομεν», Θουκ.)2. προσεταιρίζομαι, παίρνω με το μέρος μου κάποιον («καὶ τἆλλ' οὕτω προσελήλυθεν πάντα πρὸς ὑμᾱς», Δημοσθ.)4. (για προσόδους) εισέρχομαι στο ταμείο («τὰ ἐκ τῶν μετάλλων σφι προσῆλθε τῶν ἀπὸ Λαυρείου», Ηρόδ.)5. (γιαπρόσ.) περνώ τον καιρό μου, διαμένω κάπου6. έρχομαι σε ιερό ως ικέτης7. (για πράγμ.) προστίθεμαι.
Dictionary of Greek. 2013.